- καταφωτίσας
- καταφωτίσᾱς , καταφωτίζωilluminateaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)καταφωτίσᾱς , καταφωτίζωilluminateaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.